Ο Χρόνος, της Μαίρης Λακουμέντα

Το βράδυ πέφτει δίχως μάτια, να ονειρευτεί, γιατί δεν είναι λίγο να έχεις ζήσει σε μια μοναξιά, και να έχεις φτάσει σε μια άλλη. Γι΄ αυτό που αλλάζει, γεννιέται, μεγαλώνει, ξοδεύεται και ξαναγίνεται φιλί. Και εσύ γέρνεις, με φιλάς και εγώ βγαίνω χορεύοντας, και πουλάω φως στους δρόμους. Μοιρολατρική στιγμή στο μοιραίο, όαση ολόδροση. Γι αυτό πρέπει να μάθω να κολυμπάω μέσα στα όνειρα μου, μήπως έρθεις καθώς θα κοιμάμαι. Ποιος είμαι εγώ και εκείνη ποια είναι;

Με μάτια ντροπαλά ξεσκεπάζονται υποτιθέμενα μυστικά. Το μυστικό ψηλαφεί τα χείλη, στην άγονη γραμμή, μα γρήγορα σαλπάρει. Να μ’ αγαπάς χίλιες φορές. Μήπως πήρα λάθος όνειρο, σκέφτομαι και ψάχνω για το γλυκοχάραμα, ενός απροσκάλεστου χρόνου, για να σιγουρέψω τον δρόμο μου;

Βουβά χρόνια, συμπιεσμένη συνείδηση, ξεχασμένα ψηλά στο φεγγάρι. Είναι δύσκολος αυτός ο καιρός, θα πονέσουμε, θα υποφέρουμε, περίμενε με θα τον ζήσουμε μαζί. Όμως άφησα να φύγει η βροχή, ο πράσινος ίσκιος, η θάλασσα, ο παγωμένος αγέρας. Διάφορα πράγματα μέσα στο χρόνο. Το τραίνο που απελπισμένα έτρεχε. Και τι κέρδισα;

Σε αυτές τις ιστορίες, όπως συνήθως, αδυνατίζουν τα όνειρα και ο οικοδεσπότης μάταια τ’ αναζητά. Όμως, ο καιρός πέρασε και νάμαστε στη γλύκα του εσπερινού και δεν ήταν αυτό που φοβήθηκα, απεναντίας. Γιατί δεν έχω άλλο περιθώριο. Θέλω να γευτώ το ανεξίτηλο άρωμα του λουλουδιού, να δω το χρώμα της υπομονής που θα έρχεται να κουβεντιάσει με την σιγαλιά μου.

Γιατί τώρα έχει ανάγκη ο ένας τον άλλον, όχι μονάχα για τα γαρύφαλλα, όχι μονάχα για να βρούμε το μέλι. Έχομε ανάγκη τα χέρια μας. Και τότε ας τολμήσει ο σκληρόκαρδος χρόνος να μικρύνει την απεραντοσύνη τεσσάρων χεριών και ματιών.

Γιατί στο φως αυτού που αγαπώ, υψώνω την κούπα του ονείρου, στη λευτερωμένη μας αυγή.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Your comments make me smile :-)

Από το Blogger.