Της Μαίρης Λακουμέντα, στήλη Παρασκευής


Αγαπητοί φίλοι καλημέρα!

Εύχομαι Καλή Χρονιά. Πάνω από όλα υγεία, περισσότερη αισιοδοξία και εκτίμηση για την ανθρώπινη υπόσταση, χαρές, μακροθυμία, καλή διαχείριση των δύσκολων στιγμών.. Συναισθήματα ιερά για τις οικογένειες και τις φιλίες!

Κανείς μας να μη νιώσει μοναξιά και η φλόγα της αγάπης να μπορέσει να ζεστάνει τις καρδιές μας, γιατί μέσα από αυτή βρίσκουμε παρηγοριά και δύναμη. Η αγάπη είναι αυτή που μας προσφέρει τον παράδεισο, όσο και αν εμείς την αποδιώχνουμε σαν αμαρτία. Πως μπορεί ο παντοδύναμος λόγος να εκφράσει αυτό που νιώθει ο καθένας μας δίνοντας και παίρνοντας αγάπη; Αγάπη στον φίλο, στον γείτονα, στον εχθρό, στον υγιή, στον άρρωστο, στον άνθρωπο μας, στα παιδιά μας, στους γονείς μας!

Σήμερα θα ήθελα να εστιαστώ στην αγάπη των παιδιών προς τους γονείς και το αντίστροφο Πως μπορεί αυτή η αγάπη να μετουσιωθεί σε ευλογία; Αγάπη είναι οι φιλοδοξίες των γονιών, το κοινωνικό σκηνικό, οι γιοί και οι κόρες, το άτομο σε αντιπαράθεση με την κοινωνία, η επιτυχία και η αποτυχία, ο ψυχικός θάνατος, ο Θεός… Τι είναι αυτό το αληθινό το σημαντικό που δημιουργεί την πραγματική αγάπη;

Στο βιβλίο μου Ίσως ναι.. ίσως όχι.. ο ήρωας μιλάει για την μητέρα του, σε μια σχέση λανθασμένης αγάπης, υποχρέωσης, καταπίεσης του εαυτού, του θέλω…

.. Η μάνα μου, τον τελευταίο καιρό, χωνόταν όλο και περισσότερο στον δικό της κόσμο. Μιλούσε πολύ για τον ξεχασμένο έρωτά της με τον πατέρα μου και απέφευγε επιδεικτικά τις ξαδέλφες της, που είχαν μπει για καλά στη ζωή της. Η θελημένη μοναξιά και η επίμονη σκέψη για τον ξεχασμένο, γεμάτο αράχνες, έρωτα για τον χαμένο άντρα της, άρχισαν να την βασανίζουν, γιατί θεωρούσε ότι όλη η ζωή της ήταν μια απάτη, ότι δεν ήταν χρήσιμη σε κανέναν, αφού κανένας δεν την ήθελε. Είχε αρχίσει να μιλάει ασταμάτητα, να κάνει ανοησίες, να γελάει, όμως η σκοτεινή γωνιά στην άκρη του μυαλού της παραμόνευε. Πότε καταβρόχθιζε τα πάντα με ανείπωτη βουλιμία και πότε έμενε ολόκληρες ημέρες σε μια βλακώδη ακινησία. Τότε φαινόταν τυλιγμένη στη λύπη, τριγύρω επικρατούσε απόλυτη ησυχία και μαζευόταν σκυθρωπή, σιωπηλή, πνιγμένη από αφανέρωτους καημούς.

Την έβλεπα και έλεγα για τους ανθρώπους που θλίβονται και κλαίνε έτσι, τι παρηγοριά θα μπορούσα να δώσω; Να τους κατηγορήσω για τον αδύναμο χαρακτήρα τους; Να τους μαλώσω; Μα ποιος μπορεί να πει για την μεγαλοψυχία που έχουν μέσα τους και δεν μπορούν να την εκφράσουν; Κι όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, να χάνουν τη σταθερότητά τους.

.. Σκέφτηκα πως αν δεν είχε φύγει ο πατέρας, εάν δεν είχαν βάλει το χεράκι τους οι ξαδέλφες, αν είχε παντρευτεί εκείνον τον γλυκό κύριο που γνώρισε και που παρά λίγο να γίνει ο δεύτερος πατέρας μου. Αν είχαν κάπως έτσι τα πράγματα η ζωή της, η ζωή μου, δεν θα ήταν αυτή που ήταν. Θα ήταν κάτι άλλο. Καλύτερο; Χειρότερο; Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή, αλλά μια φωνή μέσα μου αναφωνούσε: Αχ! Ας είχε γίνει κάτι τέτοιο!
Ένα ζευγαράκι μας πλησίασε, μας κοίταξε περίεργα βλέποντας το λευκό κεφάλι της να ακουμπάει τρυφερά στον ώμο μου.

«Η μάνα μου..» είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν δείχνοντας την.
«Πάμε στο σπίτι», της είπα.
«Είναι αργά, δεν είναι;» απόρησε.


Μαίρη Λακουμέντα, συγγραφέας
mary.lakoumenta@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Your comments make me smile :-)

Από το Blogger.