Της μοίρας τα γραμμένα… της Μαίρης Λακουμέντα
Εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα απολάμβανα τη θάλασσα σε ένα παραλιακό καφενεδάκι. Το μελτέμι φύσαγε και ρυτίδωνε τη θάλασσα. Στο φως του ήλιου φτερούγιζαν ανέμελα πουλιά ταξιδιάρικα που κοίταζαν από ψηλά τις στιγμές των ανθρώπων. Στη στροφή του δρόμου τρεις τσιγγάνες φάνηκαν να πλησιάζουν, ντυμένες με φανταχτερά γιορτινά φουστάνια. Η πρώτη είχε κρεμασμένα γυαλιστερά γιορντάνια, η άλλη φορούσε κόκκινο μαντήλι και η τρίτη η νεότερη με γαλάζια, είχε δυο κόκκινα χείλη και μεγάλα μαύρα μάτια. Κρατούσε ένα ντέφι που το χτύπαγε με ένα ήχο βραχνό, σαν τραγούδι θλιμμένο. Η συντροφιά, βουερό μελίσσι, με πλησίασε.
«Απόψε ομορφούλη σε βλέπω θολωμένο.» μου είπε η πρώτη.
«Δώσε μου το χέρι να σου πω το τυχερό σου..» μίλησε η δεύτερη.
Κοίταξα την τρίτη. Μόνο αν τραγουδήσετε το «μπαλαμό..»
Η τρίτη η νεότερη κοίταξε τις άλλες και χτύπησε το ντέφι. Το τραγούδι ,το λίκνισμα τους με παρέσυραν σε μια μοναδικότητα πάθους κεφιού, παράπονου, Οι τσιγγάνοι. Στους δρόμους γράφεται η ιστορία τους. Ατελείωτα μπουλούκια διαβαίνουν παντοτινοί ταξιδευτές. Στήνουν τσαντίρια και με τα τραγούδια τους τη νύχτα φτιάχνουν όνειρα. Για αγάπη μιλάνε, για ιστορίες παλιές, για τιμή, για άλλα χώματα. Ανάβουν φωτιές και οι σπιθοβολές χάνονται κάτω από τα αστέρια.
Νομίζω ότι η φυλή αυτή, είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, τα ξεγελάσματα, τα ψέματα. Θρησκεία τους η αγάπη, η ευαίσθητη μουσική. Ο συνδυασμός των χρωμάτων στα φολκλόρ κουστούμια τους είναι γεμάτα με τους ουρανούς, τους ήλιους, τα «Ασήμωσε να σου πω, ποια έχεις στη σκέψη σου και αν αυτή σε αγαπά. Της μοίρας τα γραμμένα.» μου είπε αυτή με τα γιορντάνια.
Ασήμωσα, και άκουσα το πρωτόγονο γέλιο τους κάτω από τους εκκωφαντικούς θορύβους των αεροπλάνων. Αυτοί είναι οι τσιγγάνοι, κινούμενοι διαχρονικά και άναρχα πάνω στη λεπτή γραμμή της διατήρησης της παράδοσης και των εθίμων τους. Αυτή η πορεία, τους έφερε στο περιθώριο της ιστορίας. Άνθρωποι περιπλανώμενοι, κατατρεγμένοι στο πέρασμα των αιώνων. Ζωή στην άγονη γραμμή, στον αέρα των ουρανίων τόξων, στις χαρακιές της μοίρας. Ενέπνευσαν τον ρομαντισμό, συμβολίζοντας την έλλειψη περιορισμού και μια ζωή βασισμένη στα συναισθήματα. Η ζωή των μποέμ στην πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και οι ήχοι τους φτάνουν σαν από ένα δράμα μακρινό… Ένας λαός χωρίς γραπτή γλώσσα, μα με αφήγηση που γίνεται αφορμή μνήμης, μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του προφορικού λόγου.
«Θα μου πείτε μια ιστορία σας, ένα παραμύθι;»
«Εγώ ξέρω» είπε η πρώτη. «Κέρασε τσιγαράκι». Έβαλα το χέρι στην τσέπη και αυτή
«Όλα τούτα που θα σου πω γίνανε πολύ πολύ παλιά».
Ήταν ένας τσιγγάνος τότε, που ταξίδευε με την οικογένεια του. Είχε ένα κάρο που το έσερνε ένα κοκαλιάρικο άλογο. Το κάρο φορτωμένο παιδιά και μπακίρια, έγερνε πότε από την μία και πότε από την άλλη και τα μπακίρια και οι κατσαρόλες κατρακυλούσαν έξω. Όμως και κάποιο ξυπόλητο παιδάκι έπεφτε κάτω. Την ημέρα τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ο τσιγγάνος έβλεπε και έτσι σήκωνε τα μπακίρια και τα παιδάκια. Στο σκοτάδι όμως δεν μπορούσε να δει. Αλλά έτσι και αλλιώς, ποιος μπορούσε να μετρήσει μια τόσο μεγάλη φαμίλια. Το κοκαλιάρικο άλογο συνέχιζε να πηγαίνει και έτσι ο τσιγγάνος ταξίδευε σε όλη την γη. Από όπου και αν περνούσε άφηνε και ένα παιδί και κάποια μπακίρια, μέχρι που στο τέλος γέμισε όλη τη γη με τσιγγάνους.
Αυτή την ιστορία ξέρω… και έβαλε το χαρτονόμισμα που της έδωσα στο στήθος και το τσιγάρο στο αυτί. Τράβηξαν στη δημοσιά, βουερό μελίσσι ,χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Άφηναν τους δρόμους, τα πρόσωπα, τη θάλασσα. Χωρίς να αφουγκραστούν αυτό που με έκανε να πονέσω, να συγκινηθώ, να παραπλανηθώ. Γιατί αύριο θα είναι αλλού και κανείς δεν θα ξέρει το όνομά τους ,τον τόπο τους, όπως τα κύματα που η ηρεμία τους είναι η ανυπαρξία τους….
Μαίρη Λακουμέντα
«Απόψε ομορφούλη σε βλέπω θολωμένο.» μου είπε η πρώτη.
«Δώσε μου το χέρι να σου πω το τυχερό σου..» μίλησε η δεύτερη.
Κοίταξα την τρίτη. Μόνο αν τραγουδήσετε το «μπαλαμό..»
Η τρίτη η νεότερη κοίταξε τις άλλες και χτύπησε το ντέφι. Το τραγούδι ,το λίκνισμα τους με παρέσυραν σε μια μοναδικότητα πάθους κεφιού, παράπονου, Οι τσιγγάνοι. Στους δρόμους γράφεται η ιστορία τους. Ατελείωτα μπουλούκια διαβαίνουν παντοτινοί ταξιδευτές. Στήνουν τσαντίρια και με τα τραγούδια τους τη νύχτα φτιάχνουν όνειρα. Για αγάπη μιλάνε, για ιστορίες παλιές, για τιμή, για άλλα χώματα. Ανάβουν φωτιές και οι σπιθοβολές χάνονται κάτω από τα αστέρια.
Νομίζω ότι η φυλή αυτή, είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, τα ξεγελάσματα, τα ψέματα. Θρησκεία τους η αγάπη, η ευαίσθητη μουσική. Ο συνδυασμός των χρωμάτων στα φολκλόρ κουστούμια τους είναι γεμάτα με τους ουρανούς, τους ήλιους, τα «Ασήμωσε να σου πω, ποια έχεις στη σκέψη σου και αν αυτή σε αγαπά. Της μοίρας τα γραμμένα.» μου είπε αυτή με τα γιορντάνια.
Ασήμωσα, και άκουσα το πρωτόγονο γέλιο τους κάτω από τους εκκωφαντικούς θορύβους των αεροπλάνων. Αυτοί είναι οι τσιγγάνοι, κινούμενοι διαχρονικά και άναρχα πάνω στη λεπτή γραμμή της διατήρησης της παράδοσης και των εθίμων τους. Αυτή η πορεία, τους έφερε στο περιθώριο της ιστορίας. Άνθρωποι περιπλανώμενοι, κατατρεγμένοι στο πέρασμα των αιώνων. Ζωή στην άγονη γραμμή, στον αέρα των ουρανίων τόξων, στις χαρακιές της μοίρας. Ενέπνευσαν τον ρομαντισμό, συμβολίζοντας την έλλειψη περιορισμού και μια ζωή βασισμένη στα συναισθήματα. Η ζωή των μποέμ στην πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και οι ήχοι τους φτάνουν σαν από ένα δράμα μακρινό… Ένας λαός χωρίς γραπτή γλώσσα, μα με αφήγηση που γίνεται αφορμή μνήμης, μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του προφορικού λόγου.
«Θα μου πείτε μια ιστορία σας, ένα παραμύθι;»
«Εγώ ξέρω» είπε η πρώτη. «Κέρασε τσιγαράκι». Έβαλα το χέρι στην τσέπη και αυτή
«Όλα τούτα που θα σου πω γίνανε πολύ πολύ παλιά».
Ήταν ένας τσιγγάνος τότε, που ταξίδευε με την οικογένεια του. Είχε ένα κάρο που το έσερνε ένα κοκαλιάρικο άλογο. Το κάρο φορτωμένο παιδιά και μπακίρια, έγερνε πότε από την μία και πότε από την άλλη και τα μπακίρια και οι κατσαρόλες κατρακυλούσαν έξω. Όμως και κάποιο ξυπόλητο παιδάκι έπεφτε κάτω. Την ημέρα τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα. Ο τσιγγάνος έβλεπε και έτσι σήκωνε τα μπακίρια και τα παιδάκια. Στο σκοτάδι όμως δεν μπορούσε να δει. Αλλά έτσι και αλλιώς, ποιος μπορούσε να μετρήσει μια τόσο μεγάλη φαμίλια. Το κοκαλιάρικο άλογο συνέχιζε να πηγαίνει και έτσι ο τσιγγάνος ταξίδευε σε όλη την γη. Από όπου και αν περνούσε άφηνε και ένα παιδί και κάποια μπακίρια, μέχρι που στο τέλος γέμισε όλη τη γη με τσιγγάνους.
Αυτή την ιστορία ξέρω… και έβαλε το χαρτονόμισμα που της έδωσα στο στήθος και το τσιγάρο στο αυτί. Τράβηξαν στη δημοσιά, βουερό μελίσσι ,χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Άφηναν τους δρόμους, τα πρόσωπα, τη θάλασσα. Χωρίς να αφουγκραστούν αυτό που με έκανε να πονέσω, να συγκινηθώ, να παραπλανηθώ. Γιατί αύριο θα είναι αλλού και κανείς δεν θα ξέρει το όνομά τους ,τον τόπο τους, όπως τα κύματα που η ηρεμία τους είναι η ανυπαρξία τους….
Μαίρη Λακουμέντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Your comments make me smile :-)