Μια Καλοκαιρινή Ιστορία της Άννας, "Έγραψα μια ιστορία όπως την ένιωσα, την έζησα και όπως τη θυμάμαι.."


Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που περνούν, γίνονται αέρας και χάνονται στο βαθυγάλαζο της θάλασσας μόλις φυσήξει το πρώτο βοριαδάκι. Κι υπάρχουν κι εκείνες οι στιγμές οι αλλιώτικες – όπως τις αποκαλούν στο νησί μου – που μοιάζουν με αστραφτερά κοχύλια σκορπισμένα στο χρυσό του γιαλού όταν οι ακτίνες του ήλιου βάφουν τον ορίζοντα ροδί. Μια τέτοια στιγμή χαράχτηκε και στη δική μου μνήμη ένα καλοκαίρι πριν πολλά πολλά χρόνια. Η αλήθεια είναι πώς δε θυμάμαι πόσα και δεν έχει καμία σημασία. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αφιερωμένη στην κυρία Φωτεινή.
Η καλή γερόντισσα έμενε στο διπλανό σπίτι, με τις αυλές μας να γειτονεύουν. Η αδύναμη φιγούρα της τυλιγμένη πάντα σε γκρίζα υφάσματα και οι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο μαρτυρούσαν τα χρόνια της. Η ίδια δεν έλεγε ποτέ της ηλικία της. Γελούσε μόνο πονηρά και πρόσθετε πώς είχε ζήσει μια ζωή τόσο γεμάτη που θα νόμιζε κανείς ότι κουβαλούσε στις πλάτες της ένα σωρό χρόνια. Γέννημα θρέμμα του τόπου μας δε θα τον αποχωριζόταν ποτέ και για κανένα λόγο. Ακόμα και τότε που τα γέρικα πόδια δεν άντεχαν το βάρος της ηλικίας η κυρα Φωτεινή αρνείτο πεισματικά να μετακομίσει στην πόλη εγκαταλείποντας την ξύλινη παράγκα με τη σκιερή κληματαριά. Η αλήθεια είναι πως ο τόπος μας δεν ανθίζει την άνοιξη μα μόλις μπει το καλοκαίρι και φυσήξει το πρώτο απαλό βοριαδάκι.
Στο νησί ο ήλιος καίει πάνω από μια καταγάλανη θάλασσα που περιμένει τις παρέες των νέων να δροσιστούν στα καθαρά νερά της. Τα μεσημέρια τα δρομάκια γεμίζουν με παιδικές φωνές και με μυρωδιές σπιτικού φαγητού. Φρέσκια ντομάτα κομμένη σε μικρά μικρά κομμάτια, κρεμμύδι, φέτα και ρίγανη, αχνιστά καρβέλια σε ξύλινες επιφάνειες πάνω σε κεντητά τραπεζομάντιλα στολίζουν τα τραπέζια. Το νερό είναι καθαρό κρυστάλλινο, τόσο που ο ουρανίσκος δεν το χορταίνει. Στήνεται μια παράξενη γιορτή, μεθυστική που θα συνεχιστεί μέχρι αργά το βράδυ. Οι γειτονιές γεμίζουν με παρέες, με γυναίκες που πλέκουν ενώ οι άντρες τους στα καφενεία κάτω από τον ψηλό πλάτανο πίνουν καφέ ελληνικό. 
Οι μπάλες των παιδιών κυλούν στους κατηφορικούς δρόμους και κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Οι χαρούμενες παιδικές φωνές γλιστρούν πάνω στην πέτρα και το χαλίκια, γρατζουνίζονται μα δεν πονούν, απλώνουν το χέρι και προσπαθούν να πιάσουν τον ήλιο στη χούφτα τους, λίγο πριν φύγει, λίγο πριν δύσει, λίγο πριν τον καταπιεί η θάλασσα.. την ηρεμία ταράζει ένας παφλασμός δυνατός, οι σταγόνες γίνονται κύματα και χτυπούν με μανία την αμμουδιά. Η μανία σε λίγο θα γίνει τραγούδι με μια κιθάρα και μια σκηνή κάτω από το σκοτεινό πέπλο της νύχτας με το φεγγάρι στολίδι.. τις νύχτες που δεν έχει αστέρια και οι γειτονιές δεν είναι τόσο φωτεινές, ξεκινούν ιστορίες για πριγκίπισσες και βασιλοπούλες που έζησαν σε άλλες εποχές. Κι έγιναν παραμύθια χρωματίζοντας το όνειρο για να ταξίδεψουν με μια γλυκιά ανακούφιση χαρίζοντας σε κάθε καληνύχτα λίγη από τη χρυσόσκονη των παιδικών χρόνων... Η κυρά Φωτεινή είχε πάντα μια όμορφη ιστορία να διηγηθεί. 

Για τον κόπο της ζητούσε όμως κάθε φορά το ίδιο αντάλλαγμα… ‘Λίγη θάλασσα, όση χωρά σε ένα κουβαδάκι, τόσο δα ή σε ένα κανατάκι από αυτά που γεμίζουν στους καφενέδες με κρασί. Θα’θελα μόνο λίγη θάλασσα’. 
Εμείς – παιδιά μικρά τότε – δεν καταλαβαίναμε τι ακριβώς ζητούσε. Φροντίζαμε όμως όταν γυρνούσαμε από το μπάνιο μας να φέρουμε στα κουβαδάκια λίγο θαλασσινό νερό, κανένα καβουράκι, μερικά κοχύλια κάτι από εκείνη την αλμύρα που αποζητούσε. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά που ένιωθε κάθε που τρέχαμε να της φέρουμε το ‘δώρο’ της. Πάντα ακολουθούσε η ίδια ιεροτελεστία, έπιανε με τα αδύναμα χεράκια της το κουβαδάκι το έφερνε κοντά στο πρόσωπο της και ανάσαινε βαθιά.. μετά ράντιζε με το θαλασσινό νερό το πεζούλι της και σιγοτραγουδούσε ..
Εκείνο το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του και εμείς θα επιστρέφαμε στην Αθήνα. Την τελευταία μέρα πήγαμε στην αυλή της με άδεια χέρια..
‘Σήμερα δε μου φέρατε θάλασσα;’ ρώτησε με παράπονο…
‘Γιατί να μη σε πάμε κυρα Φωτεινή μια βόλτα ως τη θάλασσα για να τη δεις από κοντά αφού το λαχταρά η καρδιά σου; δυο βήματα δρόμος είναι.’ της είπαμε με απορία.
Η κυρά Φωτεινή σώπασε. Κάθισε στο πεζούλι της και έσκυψε το κεφάλι. Ήμασταν μικρά τότε για να καταλάβουμε τον πόνο που παραμόρφωνε το πρόσωπο της.
‘Δεν έχει κανένα νόημα πια να τρέξω κοντά της όπως τότε που ήμουν νέα και μπορούσα να αντικρίσω την ομορφιά της. Προτιμώ να καθίσω στο πεζούλι μου, να σας διηγηθώ τις ιστορίες μου και εσείς να μου φέρετε κάτι δικό της, όσο χωρά σε ένα πλαστικό κουβαδάκι. Μερικές στάλες δικές της, στάλες της δικής μου πονεμένης ζωής. Όπως ξεγλιστρούν από τα χέρια μου έτσι ξεγλιστρούν κι οι μέρες μου καθώς περνούν τα καλοκαίρια κι έρχονται οι χειμώνες. Τουλάχιστον εδώ ξέρω πως η στεναχώρια μου θα σκορπίσει σε τούτη την αυλή και η αλμύρα θα ποτίσει το σπίτι μου.. Αν πάω εκεί με τι καρδιά θα γυρίσω μετά πίσω; Δεν αντέχω να μην μπορώ να δω τη θάλασσα μου.. στην αγκαλιά της μεγάλωσα από παιδί, στα νερά της με έλουζε η συχωρεμένη η μάνα μου και εκεί θυμάμαι τον πατέρα με τον αδερφό μου να ρίχνουν τα δίχτυα. Στο γιαλό που θέλετε να με πάτε. Όχι, προτιμώ να τη θυμάμαι να χρυσίζει κάτω από το γαλάζιο ουρανό. Προτιμώ να τη θυμάμαι να χάνεται στο βάθος και να παρασύρει στο μπλε και το σκούρο τα σπίτια και τους αντικρινούς τόπους..’
Την επόμενη μέρα την αποχαιρετήσαμε με ένα κουβαδάκι γεμάτο θαλασσινό νερό.. κοίταξα τα μάτια της και συνειδητοποίησα το κενό που χάραζε το βλέμμα της .. 

‘Καλό ταξίδι’ μας ευχήθηκε με μια ζεστή αγκαλιά και ένα χαμόγελο που χάριζε μια απίστευτη γλύκα στο πρόσωπο της. Την ίδια χρονιά έφυγε κλείνοντας σε εκείνο το πονεμένο βλέμμα που την πρόδωσε τις εικόνες μια ζωής δίπλα στη θάλασσα που τόσο αγάπησε.
Αφιερωμένο στην κυρία Φωτεινή και τα όμορφα καλοκαίρια που μοιραστήκαμε μαζί της …
Άννα Βιτσακτσή

2 σχόλια:

Your comments make me smile :-)

Από το Blogger.